- ιάσιμος
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου.
* * *-η, -ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, -ον)(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμοςαρχ.αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ θεός, ἀλλ' ὅμως ἰάσιμος», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βρώσ-ιμος, πόσ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.